- λογαριάζω
- λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού.2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο;3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις γιορτές στο εξωτερικό.4. το μέσ., λογαριάζομαι ξεκαθαρίζω τις διαφορές μου με κάποιον: Αν σε ενοχλήσει θα λογαριαστεί μαζί μου.5. φρ., «Λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο», δεν εκτίμησε σωστά την κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.